- ἐξεγείρειν
- ἐξεγείρωawakenpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξεγείρω — (AM ἐξεγείρω) [εγείρω] 1. σηκώνω κάποιον, τόν κάνω να σηκωθεί από τη θέση του ή από τον ύπνο 2. διεγείρω, προκαλώ («μέλλων δὲ μέγαν ἐξεγείρειν πόλεμον») 3. εξοργίζω, προκαλώ αγανάκτηση («τα νέα μέτρα εξήγειραν τους πολίτες») 4. ξεσηκώνω κάποιον… … Dictionary of Greek